Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Μια βαθιά ρομαντική δυστοπία για τον ολοκληρωτισμό

Καταγγελία για τη μηχανοποίηση του ανθρώπου και του πνεύματος και την ολοκληρωτική πλευρά της ρώσικης επανάστασης

Το 1946, ο Τζωρτζ Οργουελ βρίσκει μετά από επίπονες προσπάθειες ένα αντίτυπο, γαλλικό, του μυθιστορήματος του Γεβγκιένι Ζαμιάτιν «Εμείς». Η δυστοπία του Ζαμιάτιν, που δημοσιεύθηκε το 1927 στα αγγλικά και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα γαλλικά και στα τσεχικά, εννιά χρόνια μετά τον θάνατό του στο Παρίσι (1937) είναι πια θρυλική. Το παρουσιάζει πάραυτα στην Tribune, επισημαίνοντας τις ομοιότητες με τον «Θαυμαστό νέο κόσμο» του Αλντους Χάξλεϊ και δηλώνει πως το αγγλικό κείμενο πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής.
Ο ίδιος πάντως είναι βέβαιο ότι το διαβάζει με μεγάλη προσοχή, αφού στο «1984» που θα εκδοθεί τρία χρόνια αργότερα «δανείζεται» τα κεντρικά στοιχεία της πλοκής του. Το 2009, ο Πωλ Οουεν επεσήμαινε στον Guardian με ακρίβεια τις ομοιότητες αυτές, καταλήγοντας ότι το βιβλίο του Οργουελ είναι ανώτερο, άρα η κίνησή του νομιμοποιείται. Ενας δημοσιογράφος του Le Nouvel Observateur που παρουσίαζε το άρθρο του Οουεν μάλιστα έκανε λόγο για «κάποιον Ζαμιάτιν», που βεβαίως δεν έγραψε κανένα αριστούργημα. Ο Ελληνας αναγνώστης μπορεί να κρίνει ωστόσο μόνος του, αφού το «Εμείς» εκδίδεται για άλλη μια φορά στα ελληνικά (στο παρελθόν είχε κυκλοφορήσει αν δεν κάνω λάθος από τις εκδόσεις Πλέθρον και Γαβριηλίδης) και προφανώς θα διαφωνήσει με τους ξένους κριτικούς: το «Εμείς» είναι μια εξαιρετική, βαθιά ρομαντική δυστοπία, που καταγγέλλει πολύ νωρίς τόσο τη μηχανοποίηση του ανθρώπου και του πνεύματος και την ολοκληρωτική πλευρά της επανάστασης – που ακόμα δεν έχει εντούτοις συντρίψει τον συγγραφέα της.
Μπολσεβίκος
Οταν γράφει το «Εμείς», ο Ζαμιάτιν (1884-1937) είναι κοντά στα σαράντα. Είχε μεγαλώσει έχοντας για φίλους του τα βιβλία, όπως έλεγε, διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι και Τουργκένιεφ. Ενόσω ακόμα σπουδάζει ναυπηγική, προσχωρεί στους μπολσεβίκους και διώκεται από το τσαρικό καθεστώς. Ολοκληρώνει τις σπουδές του και φεύγει στην Αγγλία, όπου δουλεύει στην κατασκευή παγοθραυστικών. Επιστρέφει στη Ρωσία ενθουσιασμένος με την Οκτωβριανή Επανάσταση και συνεργάζεται στην κατασκευή σοβιετικών πλέον παγοθραυστικών, ενώ ο Γκόρκι του ζητάει συνεργασία για το περιοδικό Vsemirnaya Literatura, κυρίως σχετικά με την αγγλική και την αμερικανική λογοτεχνία. Ζει στην Πετρούπολη, διδάσκει στο «Σπίτι της Τέχνης» μαζί με τον Γιούρι Τυνιάνοφ, έναν από τους πρωτεργάτες του ρωσικού φορμαλισμού. Αυτοπροσδιορίζεται ως «νεορεαλιστής», συναιρώντας τον ρεαλισμό με τον συμβολισμό. Εχει μαθητές πολλούς σημαντικούς λογοτέχνες αλλά τα γραπτά του δυσαρεστούν το καθεστώς με την σατιρική τους φλέβα και την κριτική τους διάθεση. Μετά τον τσάρο, έρχεται η σειρά της Γκεπεού.
Προβλέπει
Οταν γράφει ο Ζαμιάτιν το «Εμείς», ωστόσο, ο Λένιν ζει ακόμη και το κείμενό του δύσκολα μπορεί να συνδεθεί με τον σταλινισμό. Είναι μια γενικότερη αντιτεχνολογική δυστοπία, στην οποία προβλέπει την εκτροπή της επανάστασης, με τον τρόπο του ποιητή–προφήτη: το Μονοκράτος, οι άνθρωποι αριθμοί, η ομοιομορφία, τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις, η πειθαρχία και η ρομποτοποίηση μοιραία διαβάζονται μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα που θα ακολουθήσουν. Ο ίδιος πάντως μετά το «Εμείς» δυσκολεύεται να δημοσιεύσει και το 1931 θα ζητήσει από τον Στάλιν την άδεια να φύγει από την ΕΣΣΔ, σημειώνοντας στο γράμμα του ότι ποτέ δεν του άρεσε ο καιροσκοπισμός και η δουλικότητα, γιατί βλάπτουν και τον συγγραφέα και την επανάσταση. Ο Στάλιν, παραδόξως και με μεσολάβηση του Γκόρκι προφανώς, τον αφήνει να φύγει για το Παρίσι, όπου συνεχίζει να γράφει – δικό του είναι και το σενάριο της ταινίας «Υπόκοσμος» του Ζαν Ρενουάρ. Οι ποικίλες κακουχίες όμως θα τον καταβάλουν και θα πεθάνει από καρδιά το 1937.
Θα αφήσει πίσω του ένα έργο ιδιότυπο, με έμφαση στο γκροτέσκο, την ειρωνεία και το χιούμορ: ο ρωσικός φουτουρισμός και ο κονστρουκτιβισμός, ο ρωσικός φορμαλισμός, η ρωσική πρωτοπορία εν γένει θα επηρεάσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στην πλοκή ή στο ύφος, τον ήδη ιδιαίτερο ρεαλισμό του. Σκαπανέας της δυστοπίας, ο Ζαμιάτιν αφηγείται στο «Εμείς» την ιστορία ενός μελλοντικού ολοκληρωτικού κράτους, του Μονοκράτους, που το κυβερνά ένας αιμοχαρής Ευεργέτης, που αρέσκεται σε προηγμένες τεχνολογικά ανθρωποθυσίες. Οι άνθρωποι είναι Αριθμοί, σύμφωνα οι άντρες, φωνήεντα οι γυναίκες, βαδίζουν κατά στοίχους, το πρόγραμμά τους είναι ομογενοποιημένο και αναγράφεται στον Πίνακα, η ζωή τους κυλά σε διάφανα, γυάλινα κτίρια και κάνουν σεξ (η μοναδική στιγμή που επιτρέπεται να κατεβάσουν τις γρίλιες) δηλώνοντας τον επιθυμητό παρτενέρ με ροζ χαρτάκια.
Ο ήρωας του Ζαμιάτιν είναι ο κατασκευαστής του Ολοκληρωτή, μιας μηχανής που θα φέρει στους άλλους πολιτισμούς, πέραν της γης, το θαύμα της ανελευθερίας, της υπαγωγής σε μια ανώτερη δύναμη που οδηγεί στην ευτυχία.
Νέος κόσμος
Ο έρωτας όμως για μια μυστηριώδη γυναίκα, που αποδεικνύεται επαναστάτρια, τον οδηγεί πίσω σε μια ξεχασμένη ανθρωπιά που μεταβάλλει κυριολεκτικά το βλέμμα του: οι σημειώσεις που κρατάει αναπαριστούν αυτές τις νέες εικόνες, τον νέο κόσμο που βλέπει να ανοίγεται μπροστά του, πολύ πριν έρθει σε επαφή με τον «παλιό κόσμο», πίσω από το Πράσινο Τείχος.
Μένει κανείς ενεός μπροστά στην ενορατική δύναμη του Ζαμιάτιν, όταν διαβάζει διαλόγους όπως ο ακόλουθος: «Αυτό είναι αδιανόητο! Είναι ηλίθιο! Δεν βλέπετε πως αυτό που σχεδιάζετε είναι… επανάσταση;» «Ναι – επανάσταση! Γιατί είναι ηλίθιο αυτό;» «Ηλίθιο, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση. Γιατί η δική μας επανάσταση […] ήταν και η τελευταία. Και δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους άλλη επανάσταση πέρα απ’ αυτήν.» Ή όταν διαβάζει τις περιγραφές της «επαναστατικής» λογοτεχνίας και «ακούει» κυριολεκτικά το νέο λόγο που δεν μπορεί παρά να ταιριάζει στο νέο άνθρωπο: οι λέξεις χάνουν το νόημά τους και αποκτούν μια νέα, εφιαλτική σημασία, με πρώτο και καλύτερο το «εμείς» του τίτλου, ένα «εμείς» που βαραίνει, πνίγει, εξανδραποδίζει, απανθρωποποιεί στο όνομα της κατάργησης της φαντασίας, της ασθένειας που γεννά τις επαναστάσεις. Ζοφερό και συγκλονιστικό, ριζικά αντιολοκληρωτικό, μείζον έργο της ριζοσπαστικής ρώσικης δεκαετίας του 1920, ένα σπουδαίο πολιτικο-φιλοσοφικό ανάγνωσμα που για λόγους ιεραρχίας των γλωσσών και των λογοτεχνιών και μόνο δεν έχει βρει ακόμα τη θέση που του αξίζει στην παγκόσμια λογοτεχνία.

(Της Τιτικας Δημητρουλια, Καθημερινή)


Η μονοκρατορία του φόβου

Τα διασημότερα ουτοπικά - ή, πιο σωστά, δυστοπικά - μυθιστορήματα του 20ού αιώνα είναι ο Γενναίος νέος κόσμος του Αλντους Χάξλεϊ και το 1984 του Τζορτζ Οργουελ. Ωστόσο πολλοί ισχυρίζονται ότι ή δεν θα είχαν γραφεί ή εν πάση περιπτώσει θα ήταν πολύ διαφορετικά αν δεν είχε προηγηθεί το Εμείς του Ρώσου Γεβγκένι Ζαμιάτιν, «αυτού του Αγγλου από τη Μόσχα», όπως τον χαρακτήριζε ο Αλεξάντρ Μπλοκ για να τονίσει την ευρωπαϊκή του παιδεία. Το μυθιστόρημα του Ζαμιάτιν, που γράφτηκε το 1920 και πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά εκτός Σοβιετικής Ενωσης το 1924, περιγράφει μια φανταστική κοινωνία την οποία ο συγγραφέας ονομάζει Μονοκράτος. Τα μέλη του Μονοκράτους δεν έχουν προσωπική ζωή ούτε ονόματα αλλά κωδικούς αριθμούς. Το βιβλίο συνίσταται από μια σειρά εγγραφών στο ημερολόγιο του D-503, ενός μηχανικού που συνδέεται ερωτικά με μια παράξενη γυναίκα, την Ε-330. Μέσω της σχέσης αυτής ο μηχανικός συνειδητοποιεί την ατομικότητά του, εξεγείρεται κατά του Μονοκράτους και στο τέλος συντρίβεται από αυτό.
Στο Μονοκράτος τα τείχη της πόλης, τα κτίρια και τα έπιπλα έχουν φτιαχτεί από γυαλί, ώστε οι πάντες και τα πάντα να είναι ορατά από τους Φύλακες (τους κατασκόπους του κράτους), ενώ πάνω σε λεπτές καμουφλαρισμένες μεμβράνες κατά μήκος των δρόμων εγγράφονται όλες οι συζητήσεις των πολιτών. Τα γυάλινα τείχη κρατούν εκτός πόλεως τον αναρχούμενο κόσμο της φύσης που έχει εξοριστεί από την οργανωμένη ζωή του Μονοκράτους. Ο ανώτατος άρχων του ονομάζεται Ευεργέτης - μια ιεραρχική υπερμεγέθης φιγούρα που αναλαμβάνει προσωπικά τις εκτελέσεις όσων παραβαίνουν τους νόμους. Ο μηχανικός D-503 έχει εφεύρει ένα διαστημόπλοιο που σκοπός του είναι να μεταφέρει το Μονοκράτος σε όλο το ηλιακό σύστημα. Συμπεριφέρεται και ο ίδιος σαν ανθρώπινο ρομπότ μέσα στη μηχανική κοινωνία ως τη στιγμή που ξυπνά μέσα του το ισχυρότερο από τα ανθρώπινα αισθήματα: ο έρωτας. Η γυναίκα που τον εμπνέει ανήκει σε μια μυστική οργάνωση η οποία σχεδιάζει να ανατινάξει τον Γυάλινο Τοίχο και να ξαναφέρει τη φύση μέσα στην πόλη του Μονοκράτους. Οι επιστήμονες όμως αυτής της ολοκληρωτικής πολιτείας ερευνώντας τα μέσα για να αντιμετωπίσουν τον συγκεκριμένο κίνδυνο ανακαλύπτουν ότι είναι εφικτό να εξαλείψουν ακόμη και την ανθρώπινη φαντασία.
Ηταν επόμενο ένα τέτοιο βιβλίο να εκληφθεί ως δριμύτατο κατηγορώ εναντίον του επερχόμενου ολοκληρωτισμού στη Ρωσία και να μην επιτραπεί η δημοσίευσή του. Ηταν επίσης αναπόφευκτο να διαβαστεί πρωθύστερα στη Δύση ως καταγγελία του σταλινισμού. Πέραν όμως της καθαρά πολιτικής ανάγνωσης, η δυστοπία του Ζαμιάτιν είναι ριζωμένη στην ανησυχία που προκαλούσε η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση - και κυρίως ο τεϊλορισμός - και στον κοινωνικό δαρβινισμό, ο οποίος σημάδεψε βαθύτατα την επιστήμη και την τέχνη του Μεσοπολέμου. Το σοβιετικό κράτος με την προσωπολατρία, τη σχεδόν θρησκευτική πίστη στη βιομηχανία (μια διαστροφή του πνεύματος του Διαφωτισμού), την αστυνομική ερμηνεία της Ιστορίας και την απόλυτη καταστολή παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με τη δυστοπική και εντροπική κοινωνία του Εμείς, ενώ η σημερινή δυτική κοινωνία τού εγώ, ο αντίποδάς του, επεκτείνει τον κοινωνικό δαρβινισμό, όπως τουλάχιστον εκφράζεται από τον ηγέτη-Ευεργέτη, μόνο που στον σύγχρονο κόσμο οι Ευεργέτες είναι χιλιάδες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Με το Εμείς ο Ζαμιάτιν παίρνει δικαιωματικά θέση δίπλα σε άλλους δύο κορυφαίους σατιρικούς των ρωσικών γραμμάτων: τον Μπουλγκάκοφ και τον Ζοσένκο. Και βέβαια είναι ο πρόδρομος ενός σημαντικού σατιρικού μυθιστορήματος της δεκαετίας του '70 (που δεν έχει δυστυχώς μεταφραστεί στα ελληνικά): τα Χαίνοντα Υψη του Αλεξάντρ Ζινόβιεφ.

(Του Αναστάση Βιστωνίτη, Το Βήμα)